- παιδοποιίας
- παιδοποιίᾱς , παιδοποιίαprocreation of childrenfem acc plπαιδοποιίᾱς , παιδοποιίαprocreation of childrenfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
UXOR — quasi Unxor, quod apud Romanos Sponsa, antequam aedes Mariti ingrederetur, postes ianuae laneis vittis ornaret, oleôque, vel, ut Plinius habet l. 28. c. 9. adipe lupinô, inungeret ac obliniret, dein demum limen ianuae transiliret, eôque modô in… … Hofmann J. Lexicon universale
κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… … Dictionary of Greek
παιδεραστώ — παιδεραστῶ, έω (Α) [παιδεραστής] είμαι παιδεραστής («παιδεραστοῡσι καὶ πρὸς τοὺς γάμους καὶ παιδοποιΐας οὐ προσέχουσει τὸν νοῡν φύσει», Πλάτ.) … Dictionary of Greek